πιθηκισμος

πιθηκισμος
    πιθηκισμός
    πῐθηκισμός
    ὅ обезьяньи штучки, лукавство Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πιθηκισμος" в других словарях:

  • πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… …   Dictionary of Greek

  • πιθηκισμός — ο η τάση να μιμούμαι τους άλλους, μαϊμουδισμός ή μαϊμούδισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιθηκισμοῖς — πιθηκισμός playing the ape masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθηκισμοί — πιθηκισμός playing the ape masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθηκισμοῦ — πιθηκισμός playing the ape masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαϊμούδισμα — το το να μιμείται κανείς τη μαϊμού, ο πιθηκισμός: Με εκνευρίζουν τα μαϊμουδίσματά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»